Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

word of the day - leader -

Thesaurus-Synonyms-LEADER -

'leader' noun the person in charge of a group, an organization, or an activity: the leader of the Conservative Party. * ηγέτης, ταγός, «κεφαλή»

[boss] (informal) your superior at work: I asked the boss for a rise. * προϊστάμενος, αφεντικό

[captain] the leader of a team, especially in a sport, or the person who is in charge of a ship or an aircraft: The captain went up to receive the cup from the chairman of the Football Association.
* αρχηγός, ηγέτης: κυβερνήτης αεροπλάνου ή πλοίου

[chief] the person in charge of a group of people: the chief of the tribe. * αρχηγός ομάδας ανθρώπων

[head] the person in charge of an organization: the head of the company. * αυτός που κατέχει την ηγετική θέση, την «κορυφή», αυτός που έχει την «πρωτοκαθεδρία» σε έναν οργανισμό

[manager] the person in charge of a business firm or of a department: the marketing manager. * διευθυντής, διευθυντικό στέλεχος επιχείρησης ή τμήματος

[principal] the person in charge of a school, especially in the USA: Go to the principal’s office! * πρόσωπο που προΐσταται, άρχει ή βρίσκεται επικεφαλής συλλογικού οργάνου, σχολής κτλ

[ringleader] the person at the head of a group of criminals or wrongdoers: Max was the ringleader of the bullies. * αρχηγός (σπείρας), πρωταίτιος εγκλημάτων

[supremo] (informal) the person with most influence or power in a particular organization or field of activity: the Italian football supremo. * το πρόσωπο που έχει τη μεγαλύτερη επιρροή ή δύναμη σε ένα συλλογικό όργανο ή μια δραστηριότητα, «ο ισχυρός άνδρας»

[top dog] (informal) the most important and influential person in an organization, usually the person in charge: He’s not happy being the top dog’s deputy, he wants to be top dog himself. * ιδ. το (μεγάλο) αφεντικό, ο κουμανταδόρος, «ο ισχυρός ανήρ»

taken from the BETSIS ELT DICTIONARY & THESAURUS

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου